Λέξη: κράση

Σχετικές λέξεις: κράση

κράση φωνηεντων, κράση κορωνίδα, κράση λεξικο, η κράση, γερή κράση, κράση βικιλεξικο, κράση γραμματική

Συνώνυμα: κράση

σύνταγμα, σύσταση, συγκρότηση, πολίτευμα, καταστατικός χάρτης

Μεταφράσεις: κράση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
physique, constitution
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
físico, constitución, constitución de, la Constitución, constitución Política
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
körperbau, Verfassung, Konstitution, Verfassungs, Beschaffenheit
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
constitution, physique, mine, air, encolure, figure, apparence, aspect, constitution de, la constitution, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fisico, costituzione, Constitution, di Costituzione, Cost, costituzionale
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
constituição, constituição de, de Constituição, Constitution
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
grondwet, constitutie, samenstelling, Constitution, statuten
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
конституция, стать, телосложение, комплекция, конституции, конституцией, состав
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fysikk, grunnlov, grunnloven, konstitusjon, konstitusjonen, forfatning
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
konstitution, konstitutionen, författning, författningen, grundlag
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
perustuslaki, perustuslain, perustuslakia, perustuslaissa, perustuslaista
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forfatning, forfatningen, forfatningens, udholdenhed
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
charakter, vzhled, postava, ráz, ústava, ústavy, Constitution, konstituce, ústavu
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wygląd, konstytucja, konstytucji, Constitution, konstytucję, konstytucją
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
alkotmány, alkotmányt, alkotmánya, alkotmányban, alkatot
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
anayasa, anayasası, anayasanın, bir anayasa, anayasasının
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
комплекція, конституція, конституцію
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kushtetutë, Kushtetuta, kushtetuta e, Kushtetutën, kushtetutës
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
телосложение, конституция, физика, конституцията, учредяване
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
канстытуцыя
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kehakuju, põhiseadus, põhiseaduse, põhiseadust, põhiseadusega, põhiseaduses
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vanjština, ustav, Ustava, ustavom, Ustavu, konstitucija
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stjórnarskrá, Constitution, stjórnarskránni, Stjórnarskráin, Stjórnarskrárinnar
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
konstitucija, konstituciją, sudarymas, sudėtis
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
konstitūcija, konstitūcijas, konstitūciju, konstitūcijā, uzbūve
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
устав, Уставот, конституција, уставот на
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
constituție, constitutie, constituția, constituire, constitutii
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
postava, ustava, ustave, ustavo, Constitution, ustavi
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
postava, ústava, ústavy, ústave, ústavou, ústavu
Τυχαίες λέξεις