Λέξη: κολλάρισμα

Σχετικές λέξεις: κολλάρισμα

κολλάρισμα δαντέλας, κολλάρισμα πλεκτών, κολλάρισμα κεντημάτων, κολλάρισμα ρούχων, κολλάρισμα χαλιών, κολλάρισμα οίνου, κολλάρισμα κρασιού, κολλάρισμα σεμέν

Μεταφράσεις: κολλάρισμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fining, dressing, dressings, sizing, stiffening
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aderezo, vendaje, aliño, vestidor, apósito
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Dressing, Verband, Ankleiden, Umkleide
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
épuration, curage, purification, rectification, clarification, pansement, vinaigrette, habiller, habillage, se habiller
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
medicazione, condimento, spogliatoio, vestirsi, dressing
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
curativo, molho, vestir, de vestir, penteadeira
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dressing, verband, kleedkamer, kleedruimte, kleden
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
соус, повязка, одевание, перевязочный, выделка
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dressing, garderobe, toalett, bandasje, bandasjen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
salladsdressing, dressing, förband, förbandet, toalett
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pukeutuminen, pukeutumistila, pukuhuone, dressing, kastiketta
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dressing, forbinding, slagtemæssig behandling, toiletbord, bandage
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
čištění, čeření, dresink, obvaz, zálivka, oblékání, dresinkem
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
opatrunek, sos, ubieranie się, opatrunku, dressing
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
öltözködés, öntettel, öltöző, kötszer, öntet
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pansuman, soyunma, giyinme, sosu, dressing
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
соус
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
salcë, veshje, të veshurit, mbushje, formacion ushtarësh
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дресинг, превръзка, обличане, тоалетка, тоалетка с
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
соус, падліўка, падліўку, соўс
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
trahvimine, kaste, sidemega, apretiga, korrastamist, kastmega
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
preljev, dressing, toaletni, zavoj, odijevanje
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dressingu, klæða, búningsklefanum, búningsherbergi, að klæða
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
padažas, padažu, persirengimo, užpilas, išdirbimas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mērce, mērci, dressing, pārsēju, ģērbšanās
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
облекување, соблекувалната, прелив, дресинг, прелив за
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pansament, dressing, sos, toaletă, sos de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dressing, preliv, oblačenje, jutranje, oblačenju
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dresing, dressing, dresink
Τυχαίες λέξεις