Λέξη: κατεδαφίζω
Σχετικές λέξεις: κατεδαφίζω
κατεδαφίζω συνώνυμο, κατεδαφίζω συνώνυμα, κατεδαφίζω αγγλικα
Συνώνυμα: κατεδαφίζω
ισοπεδώνω, κρημνίζω, καταστρέφω, αφανίζω, συντρίβω
Μεταφράσεις: κατεδαφίζω
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dismantle, raze, rase, wreck, tear down, demolish
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desarmar, desmontar, arrasar, rase, de Rase
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
demontieren, zerlegen, abbauen, niederreißen, schleifen, Rase
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
démonter, défaire, disloquer, effacer, déshabiller, démantelons, anéantir, détruire, abraser, démantelez, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
radere, radere al suolo, spianare, rase
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
nivelar, raio, arrasar, Rase, de Rase, arranhar, demolir
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitkrabben, Rase, van Rase, loopring, doorhalen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
задевать, снимать, стирать, разбирать, демонтировать, разобрать, изглаживать, срыть, разоружать, срывать, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
demontere, rase
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rase, rasen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
purkaa, kukistaa, pyyhkäistä maan tasalle, rase, hävittää maan tasalle, pyyhkäistä maan
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rase
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
seškrabat, rozmontovat, strhnout, zničit, odzbrojit, odstrojit, rozebrat, demontovat, rozložit, vyhladit, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozmontowywać, rozebrać, rozmontować, zdemontować, zniszczyć, rozbrajać, zetrzeć, burzyć, ścierać, zrównać z ziemią, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lerombol, földdel egyenlővé tesz, rase, földdel egyenlővé
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sökmek, rase, rase olduğundan
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розбирати, зривати, скидати, розібрати, знімати, расі, раси, расу, расою
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bëj rrafsh me tokën, rrafshoj me tokën, dëboj, rrëshqas në sipërfaqën, fshij
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
събарям, фитоендесатураза, на фитоендесатураза, изстъргвам, ожулвам
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
расе, расы, расу
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
demonteerima, hävitama, rase, maatasa tegema
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
razoružati, rastavljati, rastaviti, izbrisati, razrušiti, demontirati, okrznuti, rase, očešati, sravniti, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rase
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išdildyti, užkliudyti, Griauna iki pagrindo, lengvai paliesti, Griauna iki
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nopostīt, nojaukt
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
раса
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
demonta, Rase
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odstranit, Obrnjeni, Rase
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zrovnať so, porovnať so, porovnať s, porovnávať so, prirovnať k
Τυχαίες λέξεις