Λέξη: κανονικά
Σχετικές λέξεις: κανονικά
κανονικά πολύεδρα, κανονικά πολύγωνα, κανονικά πολύγωνα στη φύση, κανονικά πολύγωνα ιστορικα στοιχεια, κανονικά πολύγωνα geogebra, κανονικά πολύγωνα ασκησεις, κανονικά εμείς είμαστε οι γηπεδούχοι, κανονικά στερεά, κανονικά πολύγωνα β λυκειου
Συνώνυμα: κανονικά
ομαλά
Μεταφράσεις: κανονικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
normally, normal, regular, properly, is normally
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
normalmente, normal, normalmente se, que normalmente, habitualmente
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
normalerweise, normal, üblicherweise, Regel, der Regel
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
normalement, habituellement, généralement, normal, général
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
normalmente, norma, di norma, solito, di solito
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
normalmente, geralmente, normal
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
normaal, normaliter, normaal gesproken, doorgaans, gewoonlijk
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
нормально, обычно, правило, как правило
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
normalt, vanligvis, Blir normalt, som normalt, vanlig
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
normalt, vanligtvis, som normalt, vanligen, regel
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yleensä, tavallisesti, normaalisti, tavanomaisesti
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
normalt, der normalt, normalt er, normal, sædvanligvis
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pravidelně, normálně, obvykle, běžně, zpravidla, normálních okolností
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zwykle, normalnie, zazwyczaj, reguły, z reguły
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
általában, rendszerint, rendes körülmények, rendesen, normálisan
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
normalde, normal, normal olarak, genellikle
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нормально, зазвичай, звичайно, завжди, правило, як правило
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
normalisht, zakonisht, normale
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нормално, обикновено, обикновено се, обичайно, принцип
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
звычайна, правіла, як правіла
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
normaalselt, harilikult, tavaliselt, üldjuhul, tavapäraselt
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
normalno, inače, obično, uobičajeno, se normalno
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
venjulega, yfirleitt, jafnaði, að jafnaði, öllu jöfnu
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paprastai, įprastai, normaliai, paprastai yra
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
parasti, normāli, parasti ir, kas parasti, ko parasti
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
нормално, вообичаено, вообичаено се, обично, кои вообичаено
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
în mod normal, mod normal, normal
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
običajno, navadno, normalno, praviloma, ponavadi
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
normálne, bežne, obvykle, zvyčajne, normálnych okolností
Στατιστικά δημοτικότητας: κανονικά
Τυχαίες λέξεις