Λέξη: καλός
Σχετικές λέξεις: καλός
καλός ποιμήν, καλός γυναικολόγος, καλός σας vrika, καλός αγωγός, καλός καγαθός, καλός ογκολόγος, καθώς συνώνυμα, καλώς ήρθατε, καλώς τον, κακός λύκος
Συνώνυμα: καλός
ωραίος, τίμιος, δίκαιος, αίθριος, ξάστερος, αγαθός, ευγενικός, ευνοϊκός, περιποιητικός, όμορφη, νόστιμος, λεπτός, συμπαθητικός
Μεταφράσεις: καλός
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
kind, good, nice, great, a good
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
favorable, especie, gracioso, bondad, bien, bondadoso, amable, índole, bueno, clase, ...
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
richtig, gesund, geschickt, art, erfahren, sorte, züchtig, nützlich, nett, güte, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
habile, avantage, espèce, solide, prévenant, attrayant, aimable, affectueux, salubre, gain, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cortese, bello, utile, razza, buono, sorta, benevolo, bene, gentile, genere, ...
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
qualidade, bom, hábil, perito, jaez, amável, bem, laia, são, género, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bekwaam, welnu, bedreven, geslacht, vakman, welwillend, deskundig, wel, behendig, vaardig, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
надежный, порода, род, разряд, вкусный, семейство, добрый, верный, мягкий, податливый, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
snill, art, god, bra, gyldig, frisk, sort, godt, gode, good
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
god, bra, snäll, art, hygglig, nytta, sort, vänlig, sortera, goda, ...
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
oiva, reipas, avulias, laji, leppoisa, hyvin, hyvä, kelpo, hyvästi, terve, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
slags, dygtig, art, rar, venlig, godt, god, flink, gode, en god
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
poctivý, druh, dobře, jakost, drahý, notný, náležitý, obratný, pořádný, přátelský, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gatunek, ważny, typ, grzeczny, dobry, odpowiedni, niezły, łagodny, łaskawy, zacny, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
válfaj, jó, a jó, jó ár, jól, helyes
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
faydalı, iyi, güzel, tarz, tür, sağlam, usul, becerikli, iyi bir, good
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
придатний, добрий, добрячий, дитина, гарний, смачний, дитино, добре, гарно
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lloj, mirë, i mirë, e mirë, të mirë, mira
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
добра, добър, товар, добро, добряк, добре, добри
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
добра, моцны, добры, хорошо
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
südamlik, liik, põhjalik, tubli, hea, head, heade, häid, heas
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vrsta, dobra, vrstu, siguran, dobrom, ljubazan, sretno, ljubazni, dobro, dobar, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gerð, almennilegur, vænn, hollur, góður, tegund, gott, góð, vel, góða
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
comis, benignus, genus, lenis, bonus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
reikmuo, rūšis, nagingas, geras, prekė, naudingas, malonus, gera, gerai, geros, ...
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
labs, labais, lietpratīgs, veids, izveicīgs, laipns, šķirne, labums, suga, labi, ...
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
добро, добар, добра, добри, добрите
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bine, amabil, sănătos, expert, fel, bun, bună, buna, bune
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dober, dobra, užitek, dobro, dobri, dobre
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dobrý, dobre, dobro, druh, užite, ohľaduplný, náležitý, čestný, dobré
Στατιστικά δημοτικότητας: καλός
Τυχαίες λέξεις