Λέξη: θερμοκήπιο

Σχετικές λέξεις: θερμοκήπιο

θερμοκήπιο κόστος, θερμοκήπιο 18 τετραγωνικών, θερμοκήπιο ιστορική εξέλιξη, θερμοκήπιο κατασκευή, θερμοκήπιο κήπου, θερμοκήπιο μπαλκονιού, θερμοκήπιο μεταλλικό, θερμοκήπιο καλλωπιστικών φυτών του γεωπονικού πανεπιστημίου αθηνών, θερμοκήπιο παλλήνης, θερμοκήπιο μικρό

Συνώνυμα: θερμοκήπιο

ωδείο, σχολείο μουσικής, δραματική σχολή

Μεταφράσεις: θερμοκήπιο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
greenhouse, hothouse, conservatory, the greenhouse, glass
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
invernáculo, invernadero, efecto invernadero, de efecto invernadero, de invernadero
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gewächshaus, Gewächshaus, Treibhaus
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
serre, orangerie, effet de serre, à effet de serre, serres, de serre
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
serra, effetto serra, a effetto serra, ad effetto serra
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estufa, efeito estufa, com efeito de estufa, de efeito estufa, de estufa
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
broeikas, kas, uitstoot, serre, broeikaseffect
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
теплица, оранжерея, лесопитомник, парниковых, парникового, парниковый
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
drivhus, klima, av klima, utslipp av klima
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
växthus, av växthus, växthusgas, för växthus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kasvihuone, kasvihuonekasvit, kasvihuoneessa, kasvihuoneilmiön, kasvihuone-
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
drivhus, drivhuseffekten, udledningen, udledningen af, drivhuset
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
skleník, skleníkových, skleníkový, emisí skleníkových, skleníkového
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
palmiarnia, szklarnia, cieplarnia, cieplarnianych, cieplarnianych w
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
üvegház, melegház, üvegházhatást okozó, üvegházhatású, az üvegházhatást okozó, az üvegházhatású
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sera
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
теплиця, оранжерея, оранжерею
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
serrë, serë, shkaktojnë efektin serë, serre, që shkaktojnë efektin serë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
парник, парникови, на парникови, парниковите, парников
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аранжарэя, аранжэрэя, была аранжарэя
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kasvuhoone, kasvuhoonegaaside, kasvuhoonetaimed, kasvuhoonegaase, kasvuhooneefekti
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
staklenik, staklenika, stakleničkih, staklenički, stakleni ~ kih
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gróðrarhús, gróðurhús, losun, gróðurhúsalofttegunda, gróðurhúsaáhrif, gróà °
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šiltnamio efektą sukeliančių, šiltnamio, išmetamų šiltnamio efektą sukeliančių, išmetamą šiltnamio efektą sukeliančių, šiltnamio efektą sukeliančios
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
siltumnīca, siltumnīcefekta, siltumnīcas efektu izraisošo, siltumnīcas efektu izraisošu, siltumnīcas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
на стакленички, стакленички, ефект на стаклена градина, стаклена градина, емисиите на стакленички
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
seră, efect de seră, cu efect de seră, de seră, sera
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
toplogrednih, toplogredni, emisij toplogrednih, plinov
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
skleník, sklenník

Στατιστικά δημοτικότητας: θερμοκήπιο

Τυχαίες λέξεις