Λέξη: θαλαμηπόλος
Σχετικές λέξεις: θαλαμηπόλος
θαλαμηπόλος πλοιων
Συνώνυμα: θαλαμηπόλος
υπηρέτρια, καθαρίστρια, κόρη, νεάνις, υπηρέτης, καμαριέρης, καμαριέρα
Μεταφράσεις: θαλαμηπόλος
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
steward, valet, manservant, chambermaid, maid, chamberlain
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
administrador, ayudante de cámara, valet, aparcacoches, con asistencia, de valet
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
steward, kammerdiener, aufwärter, aufseher, diener, kellner, haushofmeister, Kammerdiener, Diener, Park, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
administrateur, civet, économe, intendant, gardien, gestionnaire, valet, servir, régisseur, ragoût, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
amministratore, fattore, valletto, cameriere, di presa e consegna, valet, posteggiatore
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
criado de quarto, manobrista, com manobrista, valet, de manobrista
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
meier, opzichter, intendant, bewaker, kamerdienaar, valet, Valetparking, voor valet
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бурмистр, сенешаль, официант, управляющий, приказчик, распорядитель, смотритель, камердинер, управитель, номерной, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
intendant, betjent, valet, for betjent, Parkerings
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
betjänt, övervakad, Betjänad, Bevakad, parkerings
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lentoemäntä, hoitaja, tilanhoitaja, vartija, stuertti, kamaripalvelija, miespalvelija, valet
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kammertjener, betjent, Serviceret, parkeringsservice, valet
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obsloužit, dozorce, správce, sluha, komorník, s obsluhou, obsluhou, zajišťované obsluhou
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
włodarz, zarządca, usługiwać, lokaj, ekonom, klucznik, gospodarz, intendent, steward, służący, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
komornyik, inas, Őrzött, Személyzeti, Valet
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
uşak, vale, valet, Valeli, arasında vale
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стюард, економ, камердинер, камердінер, камердинера, служник
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shërbëtor, shërbëtor i, gardërobist hoteli, varëse rrobash
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
камердинер, камериер, автомобилите на гостите, на автомобилите на гостите, автомобилите, на автомобилите
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
апякун, камердынер, камердынера, камэрдынэр
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
stjuuard, toapoiss, teener, autoparkija, parkimisteenindus, valet
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sluga, stjuard, nadzornik, podvornik, sobar, Parkiranje s, za parkiranje s, Valet, s uslugom
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bryti, bílastæði, Bílastæði með, bílastæðaþjónusta, Valet
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
patarnautojas, Automobilių, Automobilių parkavimo paslauga, Valet, padedant patarnautojui
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sulainis, automašīnu, Auto novietošana, Auto, valet
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
камериер, негувател
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
valet, cu valet, cu servicii, servicii, Parcare cu valet
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stevard, komorník, sluga, valet, strežbo, s strežbo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
komorník, stevard, eunúch
Τυχαίες λέξεις