Λέξη: ζάχαρη

Σχετικές λέξεις: ζάχαρη

ζάχαρη ονειροκρίτης, ζάχαρη και καρκίνος, ζάχαρη καρύδας, ζάχαρη αχμαντ σαχ, ζάχαρη και αλάτι, ζάχαρη και αλεύρι, ζάχαρη και αλάτι ηλιούπολη, ζάχαρη και αλάτι χανιά, ζάχαρη θερμίδες, ζάχαρη και αλεύρι περιοδικό

Συνώνυμα: ζάχαρη

σάκχαρο, ζάκχαρι, ζάχαρι

Μεταφράσεις: ζάχαρη

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sugar, of sugar, sugar is
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
carbohidratos, azúcar, azucarar, de azúcar, el azúcar, azúcar en, del azúcar
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
süßen, kohlehydrat, kohlenhydrat, zucker, Zucker, von Zucker, Zuckers
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dulcifier, sucrer, édulcorer, adoucir, sucre, suffrage, le sucre, de sucre, du sucre, sucres
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
zucchero, inzuccherare, addolcire, lo zucchero, di zucchero, zuccheri, dello zucchero
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
açúcar, sufocar, de açúcar, o açúcar, do açúcar, açúcar no
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
koolhydraat, suiker, suikersector, sector suiker
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подслащивать, обсахарить, сахарница, насахарить, голубчик, засахариваться, сахарный, углевод, подсахарить, милочка, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
karbohydrat, sukre, sukker, sukkeret
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sockra, söta, socker, ocker, av socker
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sokeri, sokeroida, hiilihydraatti, sokerin, sokeria, sokerialan, sokeri-
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sukker, kulhydrat, sukkersektoren, af sukker
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
osladit, sladit, cukr, cukru, cukrové, cukrem, cukru v
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
złotko, cukrowniczy, cukrzyć, cukrownia, cukrowy, cukrownictwo, słodzić, osłodzić, cukrzenie, cukiernica, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
cukor, cukrot, cukorra, cukorral, a cukor
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şeker, şekeri, şekerli, sugar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
цукровий, цукорниця, цукор
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sheqer, sheqeri, sheqerit, e sheqerit, të sheqerit
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
въглехидрат, захар, захарта, на захар, захарно
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
цукер, цукар, сахар
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
suhkur, suhkru, suhkrut, suhkru-, suhkrusektori
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zasladiti, šećer, šećerom, šećera, šećera u, šećerne, šećer u
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sykur, sykri, blóðsykur, sykurs, af sykri
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
cukrus, cukraus, cukrinių, cukrų, cukraus kiekis
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cukurs, ogļhidrāts, cukura, cukuru, glikozes, cukuram
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шеќер, шеќерот, на шеќер, шеќерна, шеќер во
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
zar, zahăr, hidrocarbonat, de zahăr, zahărului, zahar, zahărul
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sladkor, sladkorna, sladkorni, sladkorne
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zlatíčko, cukor, cukru

Στατιστικά δημοτικότητας: ζάχαρη

Τυχαίες λέξεις