Λέξη: ευμετάβλητος

Σχετικές λέξεις: ευμετάβλητος

ευμετάβλητος/η, ευμετάβλητος λεξικο, ευμετάβλητος αγγλικα, ευμετάβλητος σημασια, ευμετάβλητοσ συνώνυμο, ευμετάβλητος συνώνυμα

Συνώνυμα: ευμετάβλητος

άστατος, μεταβλητός, πρωτεϊκός, υδραργυρικός, ζωηρός, αλλοιώσιμος

Μεταφράσεις: ευμετάβλητος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
changeable, fickle, mutable, variable, protean
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
movedizo, movible, variable, cambiante, mutable, vario, versátil, inconstante, mudable, mutables, ...
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
veränderlich, änderbare, wankelmütig, schwankend, veränderlichen, veränderliche, mutable
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
instable, inégal, changeant, inconstant, versatile, capricieux, ambulatoire, variable, volage, quinteux, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mutevole, mutabile, mutevoli, mutabili, mutable
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mutável, mutáveis, mutable, inconstante, instável
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
veranderlijk, veranderlijke, beweeglijke, mutable, beweeglijk
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
меняющийся, изменчивый, неустойчивый, переменный, непостоянный, ненадежный, превратный, поддающийся, переменчивый, изменяемые, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ustadig, foranderlig, foranderlige
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ombytlig, föränderlig, variabel, muterbar, muterbart, föränderligt, föränderliga
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
muuttuva, häilyväinen, häilyvä, epävakainen, vaihteleva, mutable
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
foranderlig, foranderlige, foranderligt, bevægeligt, mutable
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nestálý, vrtkavý, měnitelný, vrtošivý, proměnlivý, měnivý, měnitelné, proměnlivé, proměnlivá
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zmienny, kapryśny, zmienne, mutable, niestały, wzruszalny
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
változékony, mutable, vagy változó, ingatag, hanem változékony
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kararsız, değişken, kesilebilir, mutable, değişebilen, değişebilir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хитливий, мінливий, непостійний, зрадливий
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i ndryshueshëm, ndryshueshëm, ndryshueshme, paqëndrueshëm, e ndryshueshme
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изменчивия, непостоянен, променим, променчив
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зменлівы
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
muudetav, heitlik, tujukas, vahelduv, Muudetav, Muutuv
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nepostojan, nestalan, promjenjiv, promjenljiv, hirovit, promjenjive, promjcnjivc, mutirajući
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
breytanlegur, breytilegur
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
inconstans, varius
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
permainingas, nepastovus, kintamas, Wzruszalny, Nepastovi
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mainīgs, mainīgi, nepastāvīgs
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
непостојана, променливи
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
variabil, mutabil, mutabilă, schimbător, mutable
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
mutable, Spremenljiv, spremenljivo, Nepostojan
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vrtkavý, vrtošivý, premenlivý, variabilný, pohyblivý, premenlivé, premenlivá
Τυχαίες λέξεις