Dispersioon στα ελληνικά
Μετάφραση: dispersioon, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διασπορά, διασποράς, διασκορπισμού, διασκορπισμός, εναιώρημα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- diskvalifitseerima στα ελληνικά - αποκλείσει, να αποκλείσει, αποκλείει, αποκλεισμό, αποκλείσουν
- diskvalifitseerimine στα ελληνικά - Αποκλεισμός, Αποβολή, Έκπτωση, Απόρριψη, Ακατάλληλο ελαττώματα
- disproportsioon στα ελληνικά - δυσαναλογία, δυσαναλογίας, δυσαναλογία αυτή, δυσανάλογων, η δυσαναλογία
- dispuut στα ελληνικά - διαμάχη, αντιλογία, λογομαχία, διενέξεως, φιλονικία
Τυχαίες λέξεις
Dispersioon στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διασπορά, διασποράς, διασκορπισμού, διασκορπισμός, εναιώρημα
Μεταφράσεις: διασπορά, διασποράς, διασκορπισμού, διασκορπισμός, εναιώρημα