Λέξη: ερμηνεύω
Σχετικές λέξεις: ερμηνεύω
ερμηνεύω λεξικό, ερμηνεύω αγγλικά, ερμηνεύω συνώνυμα, ερμηνεύω συνώνυμο, ερμηνεύω στα αγγλικά, ερμηνεύω αρχαια, ερμηνεύω αρχικοί χρόνοι
Συνώνυμα: ερμηνεύω
διαβάζω, αναγιγνώσκω, ορίζω, προσδιορίζω, καθορίζω, εξηγώ, αναπτύσσω, αναλύω συντακτικώς, διερμηνεύω
Μεταφράσεις: ερμηνεύω
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
construe, interpret, read, expound, I interpret
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
interpretar, traducir, leer, leído, lea, lectura, lee
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dolmetschen, übersetzen, interpretieren, lesen, gelesen, zu lesen, lesen Sie, ausgelesen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
éclaircir, voir, saisir, commenter, gloser, traduire, expliquer, interpréter, interprétez, illustrer, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
spiegare, tradurre, interpretare, leggere, letto, lettura, leggi, di leggere
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
entender, interprete, interpor, traduzir, interpretar, ler, lido, leia, leitura, li
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitleggen, duiden, interpreteren, verklaren, tolken, vertolken, lezen, lees, gelezen, te lezen, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
преломлять, переводить, истолковывать, перевести, понимать, перекладывать, толковать, требовать, интерпретировать, разбирать, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fortolke, tyde, lese, les, lest, å lese, leser
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
översätta, tyda, tolka, läsa, läs, läst, läser, läste
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tulkita, selittää, lukea, lukenut, lue, lukemaan, lue aiheesta
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tyde, oversætte, læse, læs, læst, at læse, læses
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
překládat, přeložit, přetlumočit, vykládat, vysvětlovat, interpretovat, vysvětlit, vyložit, chápat, číst, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zinterpretować, objaśniać, odbierać, tłumaczyć, wyjaśniać, przekładać, rozumieć, interpretować, czytać, odczytać, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
olvas, olvasott, olvasni, olvassa el, olvassa
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
okumak, okuyun, devamını oku, okuyunuz, okuyabilir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вимагати, тлумачити, посередництва, поясніть, розтлумачити, читати, підпишіться, підпишіться на, читать
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lexoj, lexuar, lexoni, të lexuar, lexojnë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
превеждам, чета, четене, прочетете, прочети, чете
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
перевадзiць, чытаць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
interpreteerima, tõlkima, tõlgendama, lugema, lugenud, lugeda, loe, lugege
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
interpretirati, protumačiti, tumačiti, prevoditi, čitati, pročitati, pročitajte, pročitali, pročitao
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lesa, lesið, að lesa, las, lestu
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skaityti, perskaityti, perskaitykite, taip, skaitomos
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tulkot, lasīt, izlasīt, nolasīt, lasa
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
чита, прочитајте, читаат, прочитате, прочита
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
interpreta, citit, citi, citiți, citește, citeste
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
brati, prebral, prebrati, preberite, berejo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vykladať, vyložiť, čítať, prečítať, čítanie, čítaj
Τυχαίες λέξεις