Λέξη: εργάτης
Σχετικές λέξεις: εργάτης
εργάτησ τιμημένοσ, εργάτης γενικών καθηκόντων, εργάτης αποθήκης, εργάτης για 4χ4, εργάτης οχημάτων 12v, εργάτης χειροκίνητος, εργάτης αυτοκινήτου, εργάτης άγκυρας, εργάτης χειρός, εργάτης τρέιλερ
Συνώνυμα: εργάτης
χέρι, χειρ, γραφή, δείκτης ωρολόγιου, γρύλος, βαλές, γρύλος αυτοκίνιτου, ανυψωτήρ βάρων, φάντης, ρομπότ, μηχανικός, μηχανικώς εργαζόμενος, κατασκευαστής, χειρώναξ, δουλευτής, τεχνίτης, ενεργός
Μεταφράσεις: εργάτης
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
labourer, workman, worker, laborer, operative, a worker
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
operario, obrero, trabajador, trabajadores, trabajador de, los trabajadores
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
arbeiter, handarbeiter, handwerker, Arbeiter, Arbeitnehmer, worker, Arbeitnehmers
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
travailleur, ouvrier, manouvrier, travailleurs, travailleuse, agent
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
operaio, manovale, lavoratore, lavoratori, dei lavoratori, worker
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
trabalhador, trabalho, lidar, obreiro, dos trabalhadores, trabalhador de, do trabalhador, trabalhador da
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
werkman, arbeider, werkkracht, werker, werkster, werknemer, werknemers
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мастеровой, рабочий, работник, чернорабочий, работника, сотрудник, рабочего
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
arbeider, arbeidstaker, arbeideren, worker
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
arbetare, arbetstagare, arbetstagaren, arbetaren
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
työmies, työläinen, työntekijä, työntekijän, työntekijöiden, työntekijälle, työntekijällä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
arbejder, arbejdstager, arbejdstageren, arbejdstagere
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pracující, nádeník, pracovník, dělník, pracovníka, pracovníků, zaměstnanec
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyrobnik, robotnik, pracownik, pracownica, pracownika, worker
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
munkás, munkavállaló, munkavállalók, dolgozó, munkavállalónak
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
işçi, işçisi, çalışan, çalışanı, işçinin
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
утруднений, вимучений, трудний, безробітний, працівник, працівника, робітник, работник
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
punëtor, punonjës, punonjësi, punëtori, punëtor i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
работник, работниците, на работниците, работника
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
работнік, працаўнік, супрацоўнік, парабак
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
töömees, töötaja, töötajate, töötajal, töötajale, töötajat
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
radnik, težak, radnika, djelatnik, radnica, radniku
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
verkamaður, vinnumaður, starfsmaður, Worker, launþegi, starfsmanni
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
darbuotojas, darbuotojui, darbuotojų, darbuotojo, darbuotoja
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
strādnieks, darbinieks, darba ņēmējs, ņēmējs, darba ņēmējam
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
работник, работникот, работниците, работници, на работниците
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lucrător, muncitor, lucrătorilor, asistent, lucrătorul
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
delavec, delavca, delavka, delavcu
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pracovník, robotník, worker
Τυχαίες λέξεις