Λέξη: επιφώνημα

Σχετικές λέξεις: επιφώνημα

επιφώνημα ορισμός, σχετλιαστικό επιφώνημα, επιφώνημα γραμματική, επιφώνημα θαυμασμού, αρχαίο επιφώνημα, επιφώνημα translation, wow επιφώνημα, επιφώνημα in english

Συνώνυμα: επιφώνημα

αναφώνηση

Μεταφράσεις: επιφώνημα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
exclamation, interjection, exclamation of, an exclamation
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
exclamación, de exclamación, admiración, exclamation, de admiración
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausruf, Ausruf, Ausrufe, Ausrufezeichen, exclamation, Ausrufungs
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
exclamation, cri, exclamation à, d'exclamation
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
esclamazione, esclamativo, exclamation, di esclamazione, punto esclamativo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
exclamação, de exclamação, exclamation
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitroep, uitroepteken, uitroeptekens, exclamation, uitroep teken
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выкрик, возглас, восклицание, Exclamation, восклицательный, восклицательным, восклицательного
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
utrop, utrops, utropstegn, et utrops, exclamation
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
utrop, utropstecken, utrops, utropet, exclamation
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
huudahdus, huuto, exclamation, Lähtöhinta, huutomerkki, huutomerkkejä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
udråbstegn, udråb, udbrud, exclamation
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výkřik, zvolání, vykřičník, vykřičníkem, exclamation
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wykrzyknięcie, krzyk, okrzyk, eksklamacja, wykrzyknienie, wykrzyknik, wykrzyknika, exclamation, wykrzyknikiem
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felkiáltás, felkiáltójel, felkiáltó, felkiáltása, felkiáltójelet
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ünlem, bir ünlem, exclamation, ünlem işareti, haykırış
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вигук, вигукування, восклицание
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
thirrje, Exclamation, thirrje në
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
възклицание, удивителен, удивителен знак, удивителна, възклицателен
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўсклік, усклік, вокліч, здзіўляўся, выгукнуў
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hüüatus, Exclamation, hüüumärk, hüüumärgiga, hüüe
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uzvik, usklik, povik, exclamation, uskličnik
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
upphrópunarmerki, upphrópun
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šūksnis, šauktukas, šauktuko, šauktuku, sušukimas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iekliegšanās, izsaukuma, izsaukuma zīme, izsauksmes, izsauksmes vārds
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
фантастичен, извичник, восклик, восклици, фантастичен знак
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
exclamație, exclamare, de exclamare, exclamării, exclamarii
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
klicaj, vzklik, exclamation, Uzvik, Usklik
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výkrik, výkřik, vykrik
Τυχαίες λέξεις