Λέξη: επαναθέτω

Συνώνυμα: επαναθέτω

στέλλω από τόπου εις τόπον, μεταβιβάζω, αντικαθιστώ, εκτοπίζω, αναπληρώ

Μεταφράσεις: επαναθέτω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
deposit, relay
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
depositar, sedimento, yacimiento, ingresar, depósito, relé, relé de, de relé, del relé, relevador
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
depot, sedimentation, deponieren, pfand, lagerstätte, einlegen, kaution, ablagerung, einlage, ablage, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gisement, gage, dépôt, mise, caution, acompte, apport, placer, réserver, sédimentation, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
caparra, depositare, deposito, sedimento, cauzione, staffetta, relè, relè di, relé, relay
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pôr, consignar, depositar, conduta, sedimentos, depósito, sedimento, comportamento, relé, retransmissão, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
deposito, inleggen, afzetting, deponeren, afgeven, plaatsen, bezinksel, zetten, relais, Relay, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
залог, взнос, депонировать, нагар, залежь, отстой, россыпь, нанос, вклад, задаток, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
innskudd, avleiring, depositum, deponere, sediment, relé, stafetten, stafett, releet, rele
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
deponera, insättning, sediment, avlagring, fyndighet, relä, reläet, förmedlings
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
poro, sakkautua, pohjasakka, talletus, kasauma, sakka, kerrostuma, sedimentti, tallettaa, karsta, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
relæ, relæet, relay, relæer
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
položit, vložit, naleziště, deponovat, ukládat, zástava, usazenina, složit, nános, vklad, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odkładać, depozyt, zdeponować, zadatek, zdeponowanie, strącać, wadium, pokład, akonto, osad, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
réteg, letét, relé, relét, jelfogó, relés, relék
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tortu, röle, rölesi, geçiş, relay, aktarma
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вклад, застава, родовище, завдатковий, поклад, реле
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rele, stafetë, pasim, stafetë të, stafetën
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
реле, релеен, релейна, реле за
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэле
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pant, sissemaks, deposiit, relee, Relay, Releede, releed, levikeskuste
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
polagati, ulog, talog, nanijeti, zalog, nalazište, relej, releja, relay, relejni, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gengi, Relay, Liði, liða, Boðkeppni
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
relė, relės, Relay, rėlė, relę
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nogulsnes, relejs, relay, releja, releju, stafetes
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
штафета, реле, релејни, штафетата, релеен
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
depune, sediment, releu, releului, releu de, de releu, de retransmisie
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vladni, vložit, rele, relay, relejni, releja, releji
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vkladní, vklad, povlak, relé
Τυχαίες λέξεις