Λέξη: επανάληψη

Σχετικές λέξεις: επανάληψη

επανάληψη φυσική α λυκείου, επανάληψη πάσχα, επανάληψη άλγεβρας β λυκείου, επανάληψη διαγωνισμού, επανάληψη στα αγγλικά, επανάληψη μήτηρ μαθήσεως, επανάληψη τάξης στο δημοτικό, επανάληψη μήτηρ πάσης μαθήσεως, επανάληψη συνώνυμα, επανάληψη φυσικής α λυκείου

Συνώνυμα: επανάληψη

ανάληψη, ανασύνδεση, επαναδιατύπωση

Μεταφράσεις: επανάληψη

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
repetition, resumption, iteration, recurrence, repeat
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
repetición, la repetición, de repetición, repeticiones, repetición de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wiederholung, Wiederholung, Wiederholungs, Wiederholungen, Wiederholrate
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
reprise, répétition, la répétition, répétitions, redoublement, répéter
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ripetizione, replica, la ripetizione, ripetizioni, di ripetizione, ripetersi
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rebater, repetição, a repetição, de repetição, repetições, repetição de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
herhaling, repetitie, herhalen, herhalingen, de herhaling
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
перепев, отрывок, копия, повторяемость, повторение, повторения, следования, повторением, повтор
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gjentagelse, repetisjon, gjentakelse, repetisjons, gjentakelser
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
repetition, upprepning, repetitions, upprepas, upprepningar
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
toistaminen, toisto, toistoa, toistuva, toiston
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gentagelse, gentagelser, en gentagelse, gentagelsen, repetition
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
opakování, opakovací, opakováním, opakovat, zopakování
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
powtórka, recytowanie, powtórzenie, naśladownictwo, powtarzanie, próba, repetycja, powtarzania
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megismétlés, ismétlés, ismétlési, megismétlése, ismétlése, ismétlődése
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tekrarlama, tekrar, tekrarı, tekrarlanma, yineleme
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сховище, репертуар, склад, повторення, повторенню
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përsëritje, përsëritja, përsëritjen, përsëritja e, përsëritje e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
повторение, повтаряне, повторението, повторения
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
паўтарэнне, паўтор, тарэнне, ¢ тарэнне, па ¢ тарэнне
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kordamine, kordamist, kordumist, kordamise, kordumissagedus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ponavljanje, proba, recitiranje, ponavljanja, ponavljanjem, je ponavljanje, repeticija
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
endurtekning, endurtekningu, endurtekningar, endurtekningartíðni, endurtaka
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
repetitio
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kartojimas, pakartojimas, pasikartojimo, pasikartojimas, kartojimo
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atkārtošana, atkārtojums, atkārtošanās, atkārtošanos, atkārtošanas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
повторување, на повторување, повторувањето, повторување на, повторувања
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
repetiție, repetare, repetarea, de repetiție, repetitie
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ponovitev, ponavljanje, ponavljanja, ponovitve, ponavljanju
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
opakovanie, opakovania, opakovaní, opakovaniu, opakovaného

Στατιστικά δημοτικότητας: επανάληψη

Τυχαίες λέξεις