Λέξη: επίτευγμα
Σχετικές λέξεις: επίτευγμα
πολιτιστικό επίτευγμα, επίτευγμα συνώνυμα, επίτευγμα λεξικό, επίτευγμα ορισμός, επίτευγμα ετυμολογία, τεχνολογικό επίτευγμα, επίτευγμα cyprus
Συνώνυμα: επίτευγμα
επίτευξη, προσόν
Μεταφράσεις: επίτευγμα
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pursuit, attainment, achievement, accomplishment, breakthrough, achievement of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
caza, persecución, logro, consecución, realización, alcanzar, logros
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verfolgung, verfolgungsjagd, jagd, arbeiten, Erreichung, Erlangung, Verwirklichung, Erreichen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
poursuite, chasse, quête, recherche, passe-temps, persécution, réalisation, atteindre, atteinte
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inseguimento, raggiungimento, conseguimento, realizzazione, raggiungere, conseguire
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
seguir, perseguição, acossar, perseguir, realização, consecução, obtenção, atingir, alcançar
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vervolging, achtervolging, bereiking, verwezenlijking, bereiken, verwezenlijken, de verwezenlijking
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
преследование, поиск, старание, погоня, дело, гон, деятельность, поиски, стремление, занятие, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forfølgelse, oppnåelse, oppnåelsen, oppnå, måloppnåelse
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
jakt, uppnå, uppnåendet, uppnås, förverkligandet
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tavoittelu, jahti, ajanviete, ajojahti, toiminta, pyrintö, saavuttamisen, saavuttamista, saavuttamiseen, saavuttamiseksi, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forfølgelse, jagt, virkeliggørelsen, nå, opfyldelsen, opnåelse, opnåelsen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
stíhání, pronásledování, dosažení, dosaženého, dosažené, docílení
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dążenie, pogoń, gonitwa, pościg, ściganie, osiągnięcie, osiągnięcia, realizacja, osiągania, osiąganie
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elérését, végzettség, eléréséhez, elérése, megvalósítását
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
takip, ulaşma, başarı, düzeyi, ulaşılması, kazanım
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
переслідування, досягнення
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
arritje, arritja, arritjen, Niveli, Arritjet
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
постигане, достигане, постижение, постижения, постигането
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дасягненне, дасягненьне
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jälitamine, harrastus, omandamine, saavutamiseks, saavutamist, saavutamise, saavutamisele
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zanimanje, potjera, provođenje, lov, potraga, postignuće, postizanje, postignuća, dostizanje, dostignuće
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eftirför, elting, Árangur, náist, skuli náð
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
consectatio
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
hobis, pomėgis, medžioklė, pasiekimas, pasiekimą, išsilavinimas, pasiekimai, siekimas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vaļasprieks, pakaļdzīšanās, hobijs, vajāšana, zināšanas, sasniegums, sasniegšana, sasniegšanu, līmenis
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
постигнувањето, постигнување, постигнувања, остварување, остварувањето
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
distracţie, hobby, realizare, realizarea, atingerea, nivelul de, nivelului de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Dosežena, doseganje, doseganju, dosego, uresničitev
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dosiahnutie, dosiahnutiu, dosiahnutia, dosiahnuť, dosiahnutí
Τυχαίες λέξεις