Λέξη: ενδόμυχος
Σχετικές λέξεις: ενδόμυχος
ενδόμυχος συνώνυμα, ενδόμυχος ετυμολογια
Συνώνυμα: ενδόμυχος
ενδότερος, ενδότατος, εσωτερικός, έμπιστος, πολύ στενός, οικείος
Μεταφράσεις: ενδόμυχος
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
intimate, inmost, inward
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
íntimo, familiar, más íntimo, más recóndito, más íntima, más profundo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
intim, stimmungsvoll, andeuten, vertraut, vertraute, familiär, innig, innerste, innersten, innerstes, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
informer, indiquer, intime, familier, annoncer, le plus profond, plus intime, plus profond
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
intimo, intima, più intima, più profondo, più intimo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
particular, familiar, privado, íntimo, mais íntimo, íntima, mais íntima, mais profundo
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
innig, knus, intiem, gezellig, hinnenste, binnenste, diepste, meest innerlijke, innerlijkste
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
близкий, интимность, подразумевать, интимный, сокровенный, личный, тесный, однородный, внутренний, объявлять, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fortrolig, inmost, innerste, innerst
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
innerlig, intim, innersta, inmost, innerst, rsta, allra innersta
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
läheinen, leppoisa, tiivis, uskottu, sisin, inmost, sisimmän, sisimpään, kaikkein salaisin
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
inderst, inderste, inmost, inderst inde
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
důvěrný, naznačit, oznámit, intimní, nejvnitřnější, inmost
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
buduarowy, poufały, spoufalony, wskazać, kameralny, poinformować, serdeczny, oznajmić, intymny, oznajmiać, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
legbelső, legbensőbb, legmélyebb, legbelsőbb, legbelsője
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
en içteki, içteki, en gizli, en içte, inmost
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
залякування, інтимність, потаємний, таємний, сокровенний, захована, таємничий
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
më intim, më i thellë, i thellë, intim
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съкровен, съкровено, съкровения
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абвяшчаць, патаемны, таямнічы, шчырага, чалавек шчырага, загадкавы
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
Seestpoolt, Sisimmäinen, Kitsamas, Kõige salasõna abil, Kõige salasõna
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prisan, nagovijestiti, intiman, povjerljiv, najintimniji, najskriveniji, najdublji, najpovučeniji
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
inmost
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
familiaris
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
toliausias, giliausias, slapčiausias, Najskrytszy, Gulintis giliai viduje
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
inmost
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
најмал, најмал да му, најмал да
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cel mai adânc, lăuntric, adâncul, rărunchii, lăuntrul
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
intimní, Najintimniji
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
súkromný, najvnútornejšia, najvnútornejšie, najvnútornejšej, nejvnitřnější, najvnútornejší
Τυχαίες λέξεις