Ομαλά στα φινλανδικά
Μετάφραση: ομαλά, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sujuvasti, vaivatta, kitkattomasti, normaalisti, yleensä, tavallisesti, tavanomaisesti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ομαλά
ομαλά μεταφραση, ομαλά ρήματα αρχαίων, ομαλά συνώνυμο, ομαλά αιμαγγειώματα, ομαλά επιταχυνόμενη κίνηση, ομαλά λεξικό γλώσσας φινλανδικά, ομαλά στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- ομήγυρη στα φινλανδικά - joukko, kokoaminen, yhtiö, liikeyritys, joukkio, firma, kokoonpano, ...
- ομίχλη στα φινλανδικά - usva, sumu, huuru, auer, utu, sumuvalot, sumussa, ...
- ομαλός στα φινλανδικά - tosi, ilmetty, varsinainen, vakio, tavallinen, plain, tavalliselle, ...
- ομελέτα στα φινλανδικά - munakas, omelette, munakasta, omeletti, munakkaan
Τυχαίες λέξεις
Ομαλά στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: sujuvasti, vaivatta, kitkattomasti, normaalisti, yleensä, tavallisesti, tavanomaisesti
Μεταφράσεις: sujuvasti, vaivatta, kitkattomasti, normaalisti, yleensä, tavallisesti, tavanomaisesti