Οικονομία στα φινλανδικά
Μετάφραση: οικονομία, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
säästäväinen, säästö, varjeleminen, varjelu, pelastava, talous, talouden, talouteen, taloudesta, taloutta
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οικονομία
οικονομία ελλάδα, οικονομία ετυμολογία, οικονομία καυσίμου, οικονομία της ελλάδας, οικονομία κεντροαφρικανική δημοκρατία, οικονομία λεξικό γλώσσας φινλανδικά, οικονομία στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- οικολογικός στα φινλανδικά - ekologinen, ekologisen, ekologiset, ekologista, ekologisia
- οικολόγος στα φινλανδικά - ekologi, luonnonsuojelijan, ekologin, luonnonsuojelijan ominaisuudessa
- οικονομική στα φινλανδικά - kansantaloustiede, kansantalous, taloustiede, taloudellinen, taloudellisen, taloudellista, talouden, ...
- οικονομικός στα φινλανδικά - raha, finanssi, rahallinen, taloudellinen, taloudellisen, taloudellista, talouden, ...
Τυχαίες λέξεις
Οικονομία στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: säästäväinen, säästö, varjeleminen, varjelu, pelastava, talous, talouden, talouteen, taloudesta, taloutta
Μεταφράσεις: säästäväinen, säästö, varjeleminen, varjelu, pelastava, talous, talouden, talouteen, taloudesta, taloutta