Διίσταμαι στα φινλανδικά
Μετάφραση: διίσταμαι, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mielenosoitus, poiketa, poikkeavat, eroavat, poikkeavat toisistaan, eroavat toisistaan
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διίσταμαι
διίσταμαι αγγλικα, διίσταμαι λεξικό γλώσσας φινλανδικά, διίσταμαι στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- διέπω στα φινλανδικά - vallita, hallita, säädellä, diepo
- διήθηση στα φινλανδικά - suodatus, suodattamalla, suodatuksen, suodatuksella
- δια στα φινλανδικά - teitse, kautta, mukaan, esittäjä, jonka, by, tekijänä
- διαίρεση στα φινλανδικά - jakaminen, jakolasku, jako, divisioona, divari, osasto, Division, ...
Τυχαίες λέξεις
Διίσταμαι στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: mielenosoitus, poiketa, poikkeavat, eroavat, poikkeavat toisistaan, eroavat toisistaan
Μεταφράσεις: mielenosoitus, poiketa, poikkeavat, eroavat, poikkeavat toisistaan, eroavat toisistaan