Ανύψωση στα φινλανδικά
Μετάφραση: ανύψωση, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nosto, korkeus, huippu, harja, kasvatus, kumpu, viljely, korkeuden, nousu, korkeus merenpinnasta, korkeudessa
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανύψωση
ανύψωση ασθενών, ανύψωση φορτίων, ανύψωση διαφράγματος, ανύψωση τιμίου σταυρού, ανύψωση αντώνυμο, ανύψωση λεξικό γλώσσας φινλανδικά, ανύψωση στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- ανόητος στα φινλανδικά - älytön, tolkuton, päätön, typerä, typerys, huijata, hämätä, ...
- ανύπαντρος στα φινλανδικά - naimaton, ainoa, yksi, sinkku, yksittäinen, naimattomia, naimattomat, ...
- ανώδυνος στα φινλανδικά - kivuton, kivuttomasti, kivutonta, kivuttomia
- ανώμαλα στα φινλανδικά - epänormaalisti, epätavallisen, poikkeuksellisen, epänormaalin, poikkeavan
Τυχαίες λέξεις
Ανύψωση στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: nosto, korkeus, huippu, harja, kasvatus, kumpu, viljely, korkeuden, nousu, korkeus merenpinnasta, korkeudessa
Μεταφράσεις: nosto, korkeus, huippu, harja, kasvatus, kumpu, viljely, korkeuden, nousu, korkeus merenpinnasta, korkeudessa