Οριοθετώ στα τσεχικά
Μετάφραση: οριοθετώ, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
omezit, vymezit, delimitovat, ohraničit, vymezení, vymezují, oddělování, ohraničují
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οριοθετώ
οριοθετώ english, υιοθετώ στα αγγλικά, υιοθετώ συνώνυμο, οριοθετώ συνώνυμα, οριοθετώ λεξικό γλώσσας τσεχικά, οριοθετώ στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- οριακός στα τσεχικά - pohraniční, pomezní, hranice, hraniční, okrajový, marginální, mezní, ...
- οριζόντιος στα τσεχικά - horizontální, ležatý, vodorovný, vodorovné, vodorovná, vodorovnă
- ορισμός στα τσεχικά - určení, místo, nařízení, předpis, jmenování, ustanovení, schůzka, ...
- οριστικά στα τσεχικά - definitivně, určitě, samozřejmě, rozhodně, jistě, jednoznačně
Τυχαίες λέξεις
Οριοθετώ στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: omezit, vymezit, delimitovat, ohraničit, vymezení, vymezují, oddělování, ohraničují
Μεταφράσεις: omezit, vymezit, delimitovat, ohraničit, vymezení, vymezují, oddělování, ohraničují