Δαπανηρός στα τσεχικά
Μετάφραση: δαπανηρός, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
drahý, drahocenný, nákladný, vzácný, nákladné, nákladná, nákladnější, drahé
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δαπανηρός
δαπανηρός συνώνυμο, δαπανηρός λεξικό γλώσσας τσεχικά, δαπανηρός στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- δαπάνες στα τσεχικά - náklad, výloha, výdaj, útraty, vydání, výdaje, vynaložení, ...
- δαπάνη στα τσεχικά - výloha, náklad, výdaj, vydání, výdaje, vynaložení, stát, ...
- δασκάλα στα τσεχικά - instruktor, učitel, cvičitel, profesor, učitelka, učitele, učitelů, ...
- δασμοί στα τσεχικά - poplatek, provoz, povinnost, služba, dávka, závazek, funkce, ...
Τυχαίες λέξεις
Δαπανηρός στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: drahý, drahocenný, nákladný, vzácný, nákladné, nákladná, nákladnější, drahé
Μεταφράσεις: drahý, drahocenný, nákladný, vzácný, nákladné, nákladná, nákladnější, drahé