Ωριαίος στα τούρκικα
Μετάφραση: ωριαίος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
saatlik, saat, saatte, saat başı, saatte bir
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ωριαίος
ωριαίοσ κύκλοσ, ωριαίος χάρτης, ωριαίος λεξικό γλώσσας τούρκικα, ωριαίος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ωραία στα τούρκικα - ince, iyi, güzel, para cezası, gayet iyi
- ωραίος στα τούρκικα - hoş, yakışıklı, yakışıklı bir, handsome, güzel
- ωριμάζω στα τούρκικα - ergin, olgun, olgun bir, matür, olgunlaşmış
- ωριμότητα στα τούρκικα - vade, vadesi, vadeli, olgunluk, vadeye
Τυχαίες λέξεις
Ωριαίος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: saatlik, saat, saatte, saat başı, saatte bir
Μεταφράσεις: saatlik, saat, saatte, saat başı, saatte bir