Πλεονεκτικός στα τούρκικα
Μετάφραση: πλεονεκτικός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kârlı, yararlı, avantajlı, avantajlıdır, avantaj, avantajlı bir
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλεονεκτικός
πλεονεκτικός λεξικό γλώσσας τούρκικα, πλεονεκτικός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- πλεονάζων στα τούρκικα - gereksiz, yedekli, fazladan, yedeklemeli, redundant
- πλεονέκτημα στα τούρκικα - yarar, avantaj, avantajı, bir avantaj, bir avantajı
- πλευρά στα τούρκικα - manzara, bakış, görüş, yan, taraf, görünüş, tarafı, ...
- πλευρίζω στα τούρκικα - yanaşmak, accost, sarkıntılık, asılmak, sarkıntılık etmek
Τυχαίες λέξεις
Πλεονεκτικός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kârlı, yararlı, avantajlı, avantajlıdır, avantaj, avantajlı bir
Μεταφράσεις: kârlı, yararlı, avantajlı, avantajlıdır, avantaj, avantajlı bir