Οργισμένος στα τούρκικα
Μετάφραση: οργισμένος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
öfkeli, gazaba gelen, küplere binmiş, nın öfkeli, wrathful
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οργισμένος
οργισμένος λεξικό γλώσσας τούρκικα, οργισμένος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- οργανικός στα τούρκικα - organik, organik bir, bir organik
- οργιά στα τούρκικα - kulaç, fathom, anlamak, iskandil, derinliğini ölçmek
- οργωτής στα τούρκικα - orgotis
- οργώνω στα τούρκικα - pulluk, kulaklı pulluk, saban, plough, temizleyici
Τυχαίες λέξεις
Οργισμένος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: öfkeli, gazaba gelen, küplere binmiş, nın öfkeli, wrathful
Μεταφράσεις: öfkeli, gazaba gelen, küplere binmiş, nın öfkeli, wrathful