Λιπαντικό στα τούρκικα
Μετάφραση: λιπαντικό, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kir, pislik, gres, yağ, gresi, yağı, gres yağı
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιπαντικό
λιπαντικα super dynamic extra diesel, λιπαντικό αλυσίδασ, λιπαντικό κ-υ, λιπαντικό αλυσίδας ποδηλάτου, λιπαντικό αλυσίδας μοτοσυκλέτας, λιπαντικό λεξικό γλώσσας τούρκικα, λιπαντικό στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- λινός στα τούρκικα - patiska, cambric, beyaz keten, pamuklu ince kumaş, ince beyaz keten
- λιπαίνω στα τούρκικα - döllemek, döller, dölleme, fertilize, gübrelemek
- λιπαρός στα τούρκικα - yağlı, yağ
- λιποθυμώ στα τούρκικα - kuvvetsiz, zayıf, donuk, baygınlık, bayılmak, Swoon, bayılma, ...
Τυχαίες λέξεις
Λιπαντικό στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kir, pislik, gres, yağ, gresi, yağı, gres yağı
Μεταφράσεις: kir, pislik, gres, yağ, gresi, yağı, gres yağı