Ωριμάζω στα σουηδικά
Μετάφραση: ωριμάζω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mogen, mogna, Äldre, moget
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ωριμάζω
ωριμάζω συνώνυμα, ωριμάζω ωρίμανση, ωριμάζω λεξικό γλώσσας σουηδικά, ωριμάζω στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- ωραίος στα σουηδικά - vacker, snäll, stilig, vackra, snygg, stiliga
- ωριαίος στα σουηδικά - timme, varje timme, hourly, per timme, Prognos timme för timme
- ωριμότητα στα σουηδικά - mognad, löptid, förfall, löptiden, förfallodagen
- ωρύομαι στα σουηδικά - vråla, dån, skrika, skriker, skrik, scream, att skrika
Τυχαίες λέξεις
Ωριμάζω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: mogen, mogna, Äldre, moget
Μεταφράσεις: mogen, mogna, Äldre, moget