Στάσιμος στα σουηδικά
Μετάφραση: στάσιμος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stationär, stationärt, stationära, stillastående, stilla
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στάσιμος
στάσιμος συνώνυμα, μένω στάσιμος, στάσιμος συνώνυμο, στάσιμος οικισμός, στάσιμος λεξικό γλώσσας σουηδικά, στάσιμος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- στάμνα στα σουηδικά - kanna, pitcher, kannan, kruka, tillbringare
- στάση στα σουηδικά - ståndpunkt, hållning, inställning, attityd, attityden, inställningen
- στάχτη στα σουηδικά - aska, ask, slagg, askan, aska kan, glöd
- στέγαση στα σουηδικά - justering, bostad, inställning, hölje, bostäder, höljet, huset
Τυχαίες λέξεις
Στάσιμος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: stationär, stationärt, stationära, stillastående, stilla
Μεταφράσεις: stationär, stationärt, stationära, stillastående, stilla