Εξασθένηση στα σουηδικά
Μετάφραση: εξασθένηση, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nedgång, nedgången, minskning, minskningen, minskade
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξασθένηση
εξασθένηση συνώνυμο, εξασθένηση των σφιγκτήρων μυών, εξασθένηση μνήμης, εξασθένηση της στιβάδας του όζοντος, εξασθένηση ήχου, εξασθένηση λεξικό γλώσσας σουηδικά, εξασθένηση στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- εξαρθρώνω στα σουηδικά - rubba, flytta ut, ur led, rubba ur dess läge
- εξαρτώμαι στα σουηδικά - bero, beroende, beror, är beroende, att bero
- εξασκώ στα σουηδικά - träna, praxis, praktiken, praktik, metoder
- εξασφαλίζω στα σουηδικά - värva, garantera, försäkra, jag, I
Τυχαίες λέξεις
Εξασθένηση στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: nedgång, nedgången, minskning, minskningen, minskade
Μεταφράσεις: nedgång, nedgången, minskning, minskningen, minskade