Ωριμάζω στα σλοβακικά

Μετάφραση: ωριμάζω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβακικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
splatný, dospelý, zrelý, starší
Ωριμάζω στα σλοβακικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ωριμάζω

ωριμάζω συνώνυμα, ωριμάζω ωρίμανση, ωριμάζω λεξικό γλώσσας σλοβακικά, ωριμάζω στα σλοβακικά

Μεταφράσεις

  • ωραίος στα σλοβακικά - senzační, milý, hodný, nádherný, ohľaduplný, príjemný, hebký, ...
  • ωριαίος στα σλοβακικά - často, hodinové, každú hodinu
  • ωριμότητα στα σλοβακικά - splatnosť, splatnosti, splatnosťou, doba splatnosti, splatnosi
  • ωρύομαι στα σλοβακικά - hukot, kričať
Τυχαίες λέξεις
Ωριμάζω στα σλοβακικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβακικά
Μεταφράσεις: splatný, dospelý, zrelý, starší