Πυκνός στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: πυκνός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
thickset
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πυκνός
πυκνός μαστός, πυκνός αντώνυμα, πυκνόσ μετάφραση, πυκνός και λιτός λόγος, πυκνός συνώνυμα, πυκνός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, πυκνός στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- πυγμαχώ στα σλαβομακεδονικά - препирам, SPAR, удри
- πυκνωτής στα σλαβομακεδονικά - кондензатор, кондензаторот, кондензатори, кондензатор за, кондензаторска
- πυκνότητα στα σλαβομακεδονικά - густина, густината, густина на, густината на, на густината
- πυκνώνω στα σλαβομακεδονικά - згусне, се згусне, се здебели, згусне за, се згусне за
Τυχαίες λέξεις
Πυκνός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: thickset
Μεταφράσεις: thickset