Θαυμασμός στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: θαυμασμός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
восхит, восхитување, воодушевување, восхитувањето, восхитот
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θαυμασμός
θαυμασμός αποφθέγματα, θαυμασμός συνώνυμο, ονειροκρίτης θαυμασμός, θαυμασμός συνώνυμα, θαυμασμός γνωμικά, θαυμασμός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, θαυμασμός στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- θαυμάζω στα σλαβομακεδονικά - восхитувам, се восхитувам, восхитуваат, му се восхитуваат, восхитувам на
- θαυμάσιος στα σλαβομακεδονικά - прекрасна, прекрасен, прекрасно, прекрасни, прекрасната
- θαυμαστής στα σλαβομακεδονικά - обожавателка, обожавател, восхитувал, вљубеник, љубител
- θαυμαστός στα σλαβομακεδονικά - чудесна, чудесни, чудесен, чудесното, чудесната
Τυχαίες λέξεις
Θαυμασμός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: восхит, восхитување, воодушевување, восхитувањето, восхитот
Μεταφράσεις: восхит, восхитување, воодушевување, восхитувањето, восхитот