Εύθρυπτος στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: εύθρυπτος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ронлива, ронливи, ронлив, трошлива
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εύθρυπτος
εύθρυπτος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, εύθρυπτος στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- εύθικτος στα σλαβομακεδονικά - докачлив, чувствително, чувствителна
- εύθραυστος στα σλαβομακεδονικά - кршливи, кршлива, кршлив, слаб
- εύθυμος στα σλαβομακεδονικά - весели, весело, развесели, Веселите, повесело
- εύκαμπτος στα σλαβομακεδονικά - флексибилен, флексибилни, флексибилна, флексибилно, флексибилност
Τυχαίες λέξεις
Εύθρυπτος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: ронлива, ронливи, ронлив, трошлива
Μεταφράσεις: ронлива, ронливи, ронлив, трошлива