Αχρηστεύω στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: αχρηστεύω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
онеспособи, лишавам, оневозможи
Αχρηστεύω στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αχρηστεύω

αχρηστεύω συνώνυμα, αχρηστεύω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, αχρηστεύω στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • αχνίζω στα σλαβομακεδονικά - пареата, крчкам, sizzle
  • αχρείος στα σλαβομακεδονικά - никаквец, подлец, измамник, будала, лигава будала
  • αχτίδα στα σλαβομακεδονικά - вратило, оска, шахта, вратилото, оската
  • αχυρώνας στα σλαβομακεδονικά - штала, плевна, амбар, шталата, амбарот
Τυχαίες λέξεις
Αχρηστεύω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: онеспособи, лишавам, оневозможи