Πιάνομαι στα ρωσικά
Μετάφραση: πιάνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
держаться, виснуть, прильнуть, придираться, прилипать, цепляться, облегать, льнуть, рукоятка, захват, ручка, власть, сжатие
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πιάνομαι
πιάνομαι εξ απήνης, πιάνομαι λεξικό γλώσσας ρωσικά, πιάνομαι στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- πηδώ στα ρωσικά - скачок, недопрыгнуть, привскочить, повышаться, соответствовать, вздрагивание, сброс, ...
- πηνίο στα ρωσικά - свиваться, извиваться, бухта, бечевка, извить, свить, виток, ...
- πιάνω στα ρωσικά - защелка, наловить, стягивание, оценка, муфта, захват, хватка, ...
- πιάτο στα ρωσικά - тарелка, продолжение, путь, табличка, плита, постепенность, электрод, ...
Τυχαίες λέξεις
Πιάνομαι στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: держаться, виснуть, прильнуть, придираться, прилипать, цепляться, облегать, льнуть, рукоятка, захват, ручка, власть, сжатие
Μεταφράσεις: держаться, виснуть, прильнуть, придираться, прилипать, цепляться, облегать, льнуть, рукоятка, захват, ручка, власть, сжатие