Ξυλεία στα ρωσικά

Μετάφραση: ξυλεία, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лесопромышленник, древесина, лес, лесоматериалы, воротца, лесоматериал, крепить, тимберс, брус, бревно, балка, лесной, древесины, лесной отрасли
Ξυλεία στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξυλεία

ξυλεία λάρισα, ξυλεία καστανιάς, ξυλεία πρακτικερ, ξυλεία πάτρα, ξυλεία στέγης, ξυλεία λεξικό γλώσσας ρωσικά, ξυλεία στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • ξιφολόγχη στα ρωσικά - штык, байонетного, байонетный, байонетное, штыковая
  • ξοδεύω στα ρωσικά - выдать, растратить, затрачивать, проводить, издерживать, истощать, вымотаться, ...
  • ξυλώδης στα ρωσικά - деревянный, деревянистый, древесный, Вуди, Woody, древесной, древесная
  • ξυπνώ στα ρωσικά - разбудить, пробуждать, пробудить, проснуться, просыпаться, пробуждаться, будить, ...
Τυχαίες λέξεις
Ξυλεία στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: лесопромышленник, древесина, лес, лесоматериалы, воротца, лесоматериал, крепить, тимберс, брус, бревно, балка, лесной, древесины, лесной отрасли