Μαχαιρώνω στα ρωσικά
Μετάφραση: μαχαιρώνω, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заколоть, пронзить, закалывать, удар, забодать, пронзать, кортик, Дирк, Dirk, кинжал, кортиком
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαχαιρώνω
μαχαιρώνω ονειροκρίτης, μαχαιρώνω λεξικό γλώσσας ρωσικά, μαχαιρώνω στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- μαχαίρι στα ρωσικά - крестик, кортик, нож, ножа, ножом, ножей
- μαχαιροπήρουνα στα ρωσικά - столовые приборы, столовые, столовых приборов, ножевые, ножевые изделия
- μαχαλάς στα ρωσικά - соседство, окрестность, пощада, квартировать, область, округ, уезд, ...
- μαχητικός στα ρωσικά - боевой, драчливый, воинственный, боевые, боевым, боевая
Τυχαίες λέξεις
Μαχαιρώνω στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: заколоть, пронзить, закалывать, удар, забодать, пронзать, кортик, Дирк, Dirk, кинжал, кортиком
Μεταφράσεις: заколоть, пронзить, закалывать, удар, забодать, пронзать, кортик, Дирк, Dirk, кинжал, кортиком