Αχρηστεύω στα ρωσικά

Μετάφραση: αχρηστεύω, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
делать, блокировать, обессилить, запрещать, обессиливать, калечить, выводить из строя, строя, из строя, вывести из строя, выводит из строя
Αχρηστεύω στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αχρηστεύω

αχρηστεύω συνώνυμα, αχρηστεύω λεξικό γλώσσας ρωσικά, αχρηστεύω στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • αχνίζω στα ρωσικά - пар, выпаривание, пара, шипение, шипеть, обжигать
  • αχρείος στα ρωσικά - гнусный, злодейский, отвратительный, подлый, мерзкий, негодяй, подлец, ...
  • αχτίδα στα ρωσικά - дышло, облучить, луч, навой, ложбина, просиять, пучок, ...
  • αχυρώνας στα ρωσικά - овин, сарай, гумно, коровник, амбар, сарая, амбара
Τυχαίες λέξεις
Αχρηστεύω στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: делать, блокировать, обессилить, запрещать, обессиливать, калечить, выводить из строя, строя, из строя, вывести из строя, выводит из строя