Πυκνός στα ρουμανικά
Μετάφραση: πυκνός, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
gros, dens, obtuz, îndesat, lat în spate, tufiș des, de statură mică și bine legat
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πυκνός
πυκνός μαστός, πυκνός αντώνυμα, πυκνόσ μετάφραση, πυκνός και λιτός λόγος, πυκνός συνώνυμα, πυκνός λεξικό γλώσσας ρουμανικά, πυκνός στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- πυγμαχώ στα ρουμανικά - cutie, spat, vergă, antrenament, luptă de cocoș, boxa
- πυκνωτής στα ρουμανικά - condensator, condensator de, condensatorul, condensatorului, condensatoare
- πυκνότητα στα ρουμανικά - grosime, densitate, densitatea, densității, densitate de, de densitate
- πυκνώνω στα ρουμανικά - se îngroșa, îngroșa, ingrosa, ingroase, se ingroase
Τυχαίες λέξεις
Πυκνός στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: gros, dens, obtuz, îndesat, lat în spate, tufiș des, de statură mică și bine legat
Μεταφράσεις: gros, dens, obtuz, îndesat, lat în spate, tufiș des, de statură mică și bine legat