Μειώνομαι στα ρουμανικά
Μετάφραση: μειώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
strop, pictor, picătură, declin, ondulari, ondulate, ondulari se
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μειώνομαι
μειώνομαι λεξικό γλώσσας ρουμανικά, μειώνομαι στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- μειονέκτημα στα ρουμανικά - dezavantaj, dezavantajul, dezavantaje, dezavantajate, dezavantajați
- μειοψηφία στα ρουμανικά - minoritate, minoritar, minorități, minoritare, minorităților
- μειώνω στα ρουμανικά - reduce, prescurta, scurteze, scurta, îngrădirea, restrângă
- μελάνι στα ρουμανικά - cerneală, de cerneală, cerneala, cu cerneală, cernelii
Τυχαίες λέξεις
Μειώνομαι στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: strop, pictor, picătură, declin, ondulari, ondulate, ondulari se
Μεταφράσεις: strop, pictor, picătură, declin, ondulari, ondulate, ondulari se