Πεπερασμένος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: πεπερασμένος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
finito, finita, finitos, finitas, limitado
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεπερασμένος
πεπερασμένος λεξικό, πεπερασμένος σημασια, πεπερασμένος αριθμός, πεπερασμένος ορισμός, πεπερασμένος χρόνος, πεπερασμένος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πεπερασμένος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- πεντηκοστός στα πορτογαλικά - quinta, quinto, quinquagésima, quinquagésimo, fiftieth, qüinquagésimo, cinqüenta, ...
- πεπαλαιωμένος στα πορτογαλικά - desgastado, cansados, desgastada, desgastados, cansados out
- πεποίθηση στα πορτογαλικά - impressão, efeito, convicção, sensação, opinião, condenação, convicção de, ...
- πεπρωμένο στα πορτογαλικά - destino, sorte, sina, o destino, destiny, destinos
Τυχαίες λέξεις
Πεπερασμένος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: finito, finita, finitos, finitas, limitado
Μεταφράσεις: finito, finita, finitos, finitas, limitado