Κολλάρισμα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κολλάρισμα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
curativo, molho, vestir, de vestir, penteadeira
Κολλάρισμα στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κολλάρισμα

κολλάρισμα δαντέλας, κολλάρισμα πλεκτών, κολλάρισμα κεντημάτων, κολλάρισμα ρούχων, κολλάρισμα χαλιών, κολλάρισμα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κολλάρισμα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κολιγιά στα πορτογαλικά - crofters, arrendatários, dos Crofters, nos pequenos agricultores
  • κολικός στα πορτογαλικά - cólica, cólicas, colic, a cólica, as cólicas
  • κολλαρίζω στα πορτογαλικά - amido, kollarizo
  • κολλητικός στα πορτογαλικά - pegajoso, etiqueta, infeccioso, contagiante, infecciosa, infecciosas, infecciosos
Τυχαίες λέξεις
Κολλάρισμα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: curativo, molho, vestir, de vestir, penteadeira