Κατωτερότητα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: κατωτερότητα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inferioridade, de inferioridade, a inferioridade
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατωτερότητα
κατωτερότητα συνώνυμα, κατωτερότητα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κατωτερότητα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- κατσικάκι στα πορτογαλικά - jovem, infância, criança, garoto, chutar, pontapé, cabrito, ...
- κατσουφιάζω στα πορτογαλικά - humilhar, Lour, fazer cara feia, ameaçar tempestade
- κατόπιν στα πορτογαλικά - subsequente, subsequentemente, após, depois, depois de, após a, após o
- κατώτερος στα πορτογαλικά - júnior, secundária, juniores, Junior, subalterno
Τυχαίες λέξεις
Κατωτερότητα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: inferioridade, de inferioridade, a inferioridade
Μεταφράσεις: inferioridade, de inferioridade, a inferioridade