Καθυστερώ στα πορτογαλικά
Μετάφραση: καθυστερώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
detalhar, retomar, reconquistar, imbecil, deter, retardar, pormenorizar, detalhe, parvo, atraso, demora, atrasos, de atraso, retardo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθυστερώ
καθυστερώ στα αγγλικα, καθυστερώ μεταφραση, καθυστερώ συνώνυμα, καθυστερώ english, καθυστερώ αγγλικα, καθυστερώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, καθυστερώ στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- καθυστερημένος στα πορτογαλικά - piche, retrógrado, atrasado, asfaltar, tarde, alcatrão, retardado, ...
- καθυστερούμενα στα πορτογαλικά - atrasos, atraso, mora, atrasados, em atraso
- καθωσπρέπει στα πορτογαλικά - apropriado, hélice, fino, elegante, luxuosas, nobre, chique
- καθόλου στα πορτογαλικά - de modo nenhum, nada, não em todos, não a todos, nem um pouco
Τυχαίες λέξεις
Καθυστερώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: detalhar, retomar, reconquistar, imbecil, deter, retardar, pormenorizar, detalhe, parvo, atraso, demora, atrasos, de atraso, retardo
Μεταφράσεις: detalhar, retomar, reconquistar, imbecil, deter, retardar, pormenorizar, detalhe, parvo, atraso, demora, atrasos, de atraso, retardo