Κάνω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: κάνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tornar, faça, erigir, actuar, tocar, instituir, executar, confeccionar, criar, suprir, prover, abastecer, construir, obter, divulgar, fornecer, fazer, do, fazê, fazem, faz
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κάνω
κάνω τον κόσμο ανάκατο, κάνω μια ευχή στίχοι, κάνω καμ μπακ, κάνω come back στίχοι, κάνω come back, κάνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κάνω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- κάμπος στα πορτογαλικά - praga, óbvio, inequívoco, planície, planícies, simples, claro, ...
- κάμπτω στα πορτογαλικά - curvatura, curva, dobrar, dobra, bend
- κάπα στα πορτογαλικά - capa, cabo, Cape, do Cabo, de cabo
- κάπαρη στα πορτογαλικά - alcaparra, alcaparras, as alcaparras, de alcaparras, alcaparras do, capers
Τυχαίες λέξεις
Κάνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: tornar, faça, erigir, actuar, tocar, instituir, executar, confeccionar, criar, suprir, prover, abastecer, construir, obter, divulgar, fornecer, fazer, do, fazê, fazem, faz
Μεταφράσεις: tornar, faça, erigir, actuar, tocar, instituir, executar, confeccionar, criar, suprir, prover, abastecer, construir, obter, divulgar, fornecer, fazer, do, fazê, fazem, faz