Εύθρυπτος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εύθρυπτος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
friável, friáveis, friable, fri�el
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εύθρυπτος
εύθρυπτος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εύθρυπτος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εύθικτος στα πορτογαλικά - desconfiado, suscetível, irascível, sensível, delicado
- εύθραυστος στα πορτογαλικά - frágil, quebradiço, quebradiços, frágeis, quebradiça
- εύθυμος στα πορτογαλικά - mérito, jovial, alegre, feliz, festivo, Feliz, merry, ...
- εύκαμπτος στα πορτογαλικά - carne, flexível, flexíveis, flexibilidade, de flexibilidade
Τυχαίες λέξεις
Εύθρυπτος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: friável, friáveis, friable, fri�el
Μεταφράσεις: friável, friáveis, friable, fri�el