Εγκληματικότητα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εγκληματικότητα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
criminalidade, a criminalidade, incriminação, criminalização, da criminalidade
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκληματικότητα
εγκληματικότητα στην ελλάδα, εγκληματικότητα στην αθήνα, εγκληματικότητα έκθεση, εγκληματικότητα ελλήνων μεταναστών, εγκληματικότητα στατιστικά 2012, εγκληματικότητα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εγκληματικότητα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εγκληματίας στα πορτογαλικά - criminal, criminoso, penal, criminosa, criminais
- εγκληματικός στα πορτογαλικά - criminal, criminoso, penal, criminosa, criminais
- εγκληματολογία στα πορτογαλικά - criminologia, Criminology, de Criminologia, a criminologia, da criminologia
- εγκλιματίζομαι στα πορτογαλικά - climatizar, aclimatizar, aclimatar, aclimate, naturalizar, naturalizam, naturalizá, ...
Τυχαίες λέξεις
Εγκληματικότητα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: criminalidade, a criminalidade, incriminação, criminalização, da criminalidade
Μεταφράσεις: criminalidade, a criminalidade, incriminação, criminalização, da criminalidade