Βαθμιαία στα πορτογαλικά
Μετάφραση: βαθμιαία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
classe, gradualmente, progressivamente, gradual, gradativamente
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βαθμιαία
βαθμιαία συνώνυμο, βαθμιαία συνώνυμα, βαθμιαία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, βαθμιαία στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- βαθιά στα πορτογαλικά - profundamente, profunda, fundo, profundo, profundidade
- βαθμίδα στα πορτογαλικά - aleatório, graduação, posto, fileira, linha, cauda, fila, ...
- βαθμιαίος στα πορτογαλικά - progressivo, progressista, progressiva, gradual, progressivas
- βαθμολογώ στα πορτογαλικά - vez, declive, turno, rampa, linha, cauda, aleatório, ...
Τυχαίες λέξεις
Βαθμιαία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: classe, gradualmente, progressivamente, gradual, gradativamente
Μεταφράσεις: classe, gradualmente, progressivamente, gradual, gradativamente