Ασωτία στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ασωτία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
orgia, bacanal, prodigalidade, a prodigalidade, prodigality, esbanjamento, perdularismo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασωτία
ασωτία ορισμος, ασωτία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ασωτία στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ασφόδελος στα πορτογαλικά - abrótea, Daffodil, do Daffodil, narciso, Daffodil de
- ασχολία στα πορτογαλικά - acossar, seguir, perseguição, perseguir, ocupação, profissão, a ocupação, ...
- ασύγχρονος στα πορτογαλικά - assíncrono, assíncrona, assíncronas, assíncronos, asynchronous
- ασύλληπτος στα πορτογαλικά - fino, arguto, uncaught, não capturada, não detectado, não capturado, não detectada
Τυχαίες λέξεις
Ασωτία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: orgia, bacanal, prodigalidade, a prodigalidade, prodigality, esbanjamento, perdularismo
Μεταφράσεις: orgia, bacanal, prodigalidade, a prodigalidade, prodigality, esbanjamento, perdularismo